Πώς αντιδράς, όταν επιστρέφοντας από ολιγοήμερες διακοπές, βρίσκεις το γραμματοκιβώτιό σου να ξεχειλίζει από διαφημιστικά και στο χαλάκι της εισόδου «ἁτάκτωςἐρριμμένα» κάθε είδους φυλλάδια; Εκδικείσαι την (υπερ)πληροφόρηση! Σταχυολογείς τα ειδοποιητήρια των ΔΕΚΟ, της κινητής και σταθερής τηλεφωνίας, «παντοῖα» ασφαλιστικά κ.τ.τ. και τα υπόλοιπα… στο καλάθι των αχρήστων!
Τά πλεῖσταἐξ αὐτῶν πρόσεξα, πάντως, ότι «λιτανεύουν» το ιδανικό της ταχύτητας: ταχύρρυθμα αγγλικά, φροντιστήρια παντός τύπου που ευαγγελίζονται την αποτελεσματική γνώση χωρίς απώλεια χρόνου, μεταφορικές εταιρείες που παραδίδουν αυθημερόν τα έντυπά σου, όποιος κι αν είναι ο προορισμός, φαγητό που φτάνει στο σπίτι σου σε «ὁλίγα λεπτά», ώστε να έχεις χρόνο για πιο πρακτικά ζητήματα (προφανώς πιο κερδοφόρα, από το να ασχολείσαι με μακαρονάδες neapolitan και άλλα τέτοια εφήμερα!!!)
Στις τελευταίες διακοπές του καλοκαιριού, απ’ τις οποίες επέστρεψα ασθμαίνοντας αργά το βράδυ της Κυριακής [ο κλασικός Έλληνας, ενώ πιάνει δουλειά στις 8΄το πρωί, δώδεκα ακριβώς ώρες πριν, στις 8 το βράδυ κάνει το τελευταίο του μπάνιο. Την επομένη, πηγαίνεις στο γραφείο με την αλμύρα της θάλασσας και παραπονιέσαι πόσο γρήγορα τέλειωσαν οι διακοπές σου, αναθεματίζοντας τον αδυσώπητο χρόνο που περνά με ταχύτητα φωτός!] ένας από τους «αγγελιοφόρους της ταχύτητας» (όπως νόμιζα) είχε εισέλθει από τη σχισμάδα της πόρτας στα ενδότερα, προφανώς για να τον προσέξω! Ακυρώνοντας όμως όλους τους προηγούμενους, μιλούσε για μαγειρευτό φαγητό, που φτιάχνεται στον χρόνο του. Αρκεί να το παραγγείλεις από την προηγούμενη μέρα και το απολαμβάνεις την επομένη. Αιρετική στάση, λοιπόν, απέναντι στην ισοπεδωτική δύναμη της ταχύτητας∙ έτσι τουλάχιστον το θεώρησα.
Αν και δε δοκίμασα από τις «συνταγές της βραδύτητας» θεωρώ πως είναι ανάγκη να μάθουμε – να ξαναμάθουμε καλύτερα – πόσο σημαντικό είναι να περνάς πιο αμέριμνα τον χρόνο σου χωρίς τη «μέγγενη» της ανελέητης βιασύνης. Τις εικόνες που παραθέτω τις ζείτε νομίζω και σεις: τα βιαστικά φιλιά αποχαιρετισμού το πρωί με τους οικείους∙ το στοίβαγμα των παιδιών στα σχολικά χωρίς να έχουν τελειώσει τη φέτα με τη μερέντα∙ το βιαστικό περπάτημα για τη στάση του ταχύτερου μέσου, που θα μας μεταφέρει άμεσα, χωρίς χρονοτριβή, στον επαγγελματικό μας χώρο∙ το μποτιλιάρισμα στους δρόμους που ανεβάζει την αδρεναλίνη στα ύψη και ερεθίζει το άκρατο υβρεολόγιο του Νεοέλληνα για τον «άσχετο οδηγό» που πήρε δίπλωμα τη νύχτα και καθυστερεί όσους θέλουν «να προλάβουν». Σκυμμένοι στο μαγγανοπήγαδο λησμονήσαμε να ζούμε χωρίς την πρίζα της ταχύτητας.
Αν τύχει κάποια στιγμή και κοιτάξεις από ψηλά τους δρόμους μιας πόλης, τι θα αντικρίσεις; Ανθρώπους να τρέχουν κοιτάζοντας το ρολόι τους∙ μαθητές αγχωμένοι να προλάβουν το μάθημα, γραφειοκράτες με τους φακέλους αγκαλιά να συνωστίζονται στις εισόδους των υπηρεσιών, νοικοκυρές να περνάνε από το γρήγορο ταμείο των supermarket∙ στις τελευταίες συναντήσεις με φίλους της γενιάς μου καταλήγουμε στο ίδιο απαισιόδοξο συμπέρασμα: ότι μετά τα δεύτερα –άντα, πριν τα πρώτα –ήντα ο χρόνος περνά πιο γρήγορα από ποτέ και ψάχνουμε γιατί δε συνέβαινε αυτό παλιότερα.
Η ταχύτητα για την οποία θυσιάζουμε τόσα πράγματα στην καθημερινότητά μας, απλά ή σπουδαία, δεν επιφέρει πάντα στην επένδυση που κάνουμε στο όνομά της∙ φθείρει την υγεία, εξαντλεί τις δυνάμεις, ανοσταίνει τη ζωή, δεν μπορεί να καλύψει το κενό που αφήνει πίσω της η παραμέληση των σχέσεων και της ουσιαστικής επικοινωνίας∙ γεννά παράλληλα το άγχος, το ανικανοποίητο, τη δυσφορία, μεγαλώνει τη ματαιοδοξία, μας κάνει εν τέλει λιγότερο ανθρώπους. Έτσι η ζωή αιωρείται χωρίς όρια, ταχεία, και μεις σαστισμένοι και ανερμάτιστοι «αναπτυσσόμαστε» μόνο όσο μας επιτρέπει το χρήμα που διαθέτουμε και τα καταναλωτικά μας τρόπαια∙ το πιο σημαντικό ωστόσο θαρρώ πως είναι ότι μας εξαναγκάζει να σκεπτόμαστε λιγότερο.
Ας είμαστε ειλικρινείς! Πόσοι, αλήθεια, από μας αναλογίζονται όσα χάνουμε καθημερινά τρέχοντας; Εκτός από τη φθορά της πολύτιμης υγείας μας, ψυχικής και σωματικής, αναλίσκουμε το χρόνο που θα μπορούσε να περάσει κάποιος με τα παιδιά του, τους φίλους, τους συγγενείς, με τον ίδιο του τον εαυτό! Να σκεφτεί το πώς και το γιατί, τον λόγο και σκοπό της ύπαρξής του, το νόημα και τον προορισμό του σ’ αυτή τη ζωή. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις, βέβαια, πολύ αργά το μάταιο της υπόθεσης, όταν πια αδυνατείς να τρέξεις! Ο άνθρωπος που δε σκέφτεται, όμως, δεν έχει αυτοβουλία, «άγεται και σύρεται» από τους μηχανισμούς του εξανδραποδισμού που στήνει η διαφήμιση με τις συνταγές της κατανάλωσης. Οδηγείται σε μια ατέρμονη διεκδίκηση μάταιων – για να μην πω άχρηστων – τις περισσότερες φορές πραγμάτων!
Και για να υπηρετήσει το ιδανικό της ταχύτητας χρειάζεται και τα αντίστοιχα μέσα: το γρήγορο αυτοκίνητο, τις ταχύτατες μηχανές στο σπίτι και στη δουλειά, ακόμη και το γρήγορο σερφάρισμα στο διαδίκτυο, για να έχει πρώτος την ενημέρωση, ώστε να αποκτήσει όλα τα προηγούμενα. Δεν αντιλαμβάνεται ωστόσο πως, για να «έχει», αναγκαστικά «απέχει» από την ουσία των πραγμάτων. Αν και θεωρώ πως η εξιδανίκευση του παρελθόντος από τον σύγχρονο άνθρωπο είναι πολλές φορές υποκριτική, εντούτοις η βραδύτητα είναι λυτρωτική! Έχει τη χάρη του καθετί να γίνεται σωστά –αν όχι αργά – τουλάχιστον φυσιολογικά. Περισσότερο απ’ όλα μετρά να ξέρεις το λόγο που κάνεις καθετί, από το απλό φαγητό μέχρι το πρόγραμμα και τους στόχους της ζωής∙ τρέχοντας για να προλάβεις δεν προλαβαίνεις να ζήσεις πραγματικά.
Αν και φαίνεται ουτοπία στην εποχή της ταχύτητας να διδάσκεται κανείς από «τον λαγό και τη χελώνα», το να διαλογίζεται και να έχει επίγνωση ότι βραδύτητα σημαίνει τουλάχιστον καλύτερη ζωή, είναι μια ελπίδα! Όταν ο αρχαίος σοφός Θαλής προέτρεπε «καιρόν γνῶθι», δεν εννοούσε προφανώς τον ίλιγγο της σύγχρονης ταχύτητας, αλλά την αναγνώριση της αξίας του ποιοτικού χρόνου.
Βιβλιογραφία:
- Κόνραντ Λόρεντς, Τα 8 θανάσιμα αμαρτήματα του πολιτισμού μας
- Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Οι σκληροί καιροί
- Γιάννης Γ. Γαλανός, Το άγχος
- Gianni Toti, Ο ελεύθερος χρόνος
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 70 του περιοδικού]