«Κριτήριον τὸν λόγον, τὰς αἰσθήσεις μὴ ἀκριβεῖς ὑπάρχειν.» (=κριτήριο να είναι η λογική, γιατί οι αισθήσεις παραπλανούν).
(Παρμενίδης)
Διαβάζω τον τελευταίο καιρό στις ιστοσελίδες – κάποτε παρακολουθώ και ζωντανά στην τηλεόραση – για την κριτική που ασκείται από το δημοσιογραφικό και πολιτικό κόσμο για όσα κρίσιμα συμβαίνουν εκτός και εντός της χώρας. Θεωρώ ιδιαίτερα στείρα και ατελέσφορη τη φιλοσοφία πάνω στην οποία εδράζεται αυτός ο τρόπος κριτικής. Είναι μάλλον μια από τις υπερβολές των καιρών!
Ως γνωστόν η κριτική είναι η βάση της δημοκρατίας, γενέτειρα του διαλόγου, η πηγή της γόνιμης αμφισβήτησης, η μήτρα εν τέλει του πολιτισμού. Κανείς μας φυσικά δε θέλει ούτε να σκέφτεται τι συνεπάγεται ο ευνουχισμός της θεμελιακής αυτής λειτουργίας: αγκυλώσεις, σκοταδισμός, κάθε είδους φανατισμοί, κατακρεούργηση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αναστολή της δημιουργικής έκφρασης.
Ωστόσο και η κριτική χρειάζεται να γίνεται με μέτρο, με κριτήρια, με αρχές, με ευσυνειδησία. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι κατεξοχήν διεκπεραιωτές της κριτικής, παρεκτρέπονται πολλές φορές σήμερα από την ορθή πορεία άσκησής της. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στην κριτική της τέχνης, η οποία γίνεται από ειδήμονες και το κοινό επιλέγει την έγκριτη γι’ αυτό προσέγγιση. Μιλώ για την κριτική του δημόσιου βίου και των πολιτικών τεκταινόμενων του τόπου μας, που σε τελική ανάλυση αφορούν την πλειοψηφία των πολιτών. Τι παρατηρούμε, λοιπόν, σήμερα πάνω στο θέμα;
Προσπερνώντας τις γενναίες εξαιρέσεις της ψύχραιμης και νηφάλιας κριτικής, ο κανόνας είναι επαναλαμβανόμενος. Μια καχυποψία κατά πάντων που σπέρνει το διχασμό: «Γιατί ο πρωθυπουργός πήγε στην Αμφίπολη;», «Γιατί η Κα Περιστέρη δεν κάνει ανακοινώσεις;», «Γιατί ο τάδε ή δείνα υπουργός είπε αυτό, έκανε εκείνο, κοίταξε από δω, γύρισε την πλάτη από εκεί… και στο τέλος! «ὤδινεν ὄρος καὶἔτεκεν μῦν» (=κοιλοπονούσε το βουνό και γέννησε ποντίκι).
Θέλω να πω ότι μερίδα των δημοσιογράφων υπηρετεί συχνά την εντυπωσιοθηρία, προετοιμάζει για «το γεγονός», «την είδηση» και καταλήγει στο τίποτα, στην κενότητα! Σε καμιά περίπτωση, ασφαλώς, οι πράξεις των ιθυνόντων δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες –ανεξέλεγκτες. Αυτό δε σημαίνει προφανώς ότι υποκινούνται όλες από σκοτεινά κίνητρα και ταπεινά ελατήρια. Υπάρχει και η άλλη πλευρά της κριτικής που συχνά αγνοείται προκλητικά: η θετική κριτική, αυτή που οφείλει να επιβραβεύει και την εύστοχη επιλογή του πολιτικού και να επικροτεί την επιτυχία του. Η συνεχής καταστροφολογία ισοπεδώνει τα πάντα και δημιουργεί έναν απέραντο χυλό μέσα στον οποίο τελικά όλοι θα πνιγούμε, εφόσον δε θα έχουμε από κάπου να κρατηθούμε!
Να επισημάνω ακόμη δύο βασικές επιπτώσεις μιας τέτοιας κριτικής. Πρώτον το κυνήγι του εντυπωσιασμού οδηγεί στον εύκολο δρόμο της έκθεσης ιδιωτικότητας, ενός βασικού δικαιώματος που σήμερα διακυβεύεται με πολλούς τρόπους από τους μηχανισμούς πληροφόρησης. Έτσι θέματα υπαρξιακής διάστασης γίνονται αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης και τα ΜΜΕ μετατρέπονται σε κρεατομηχανή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεύτερον ο τρόπος που λειτουργούν οι σύγχρονες αντιπολιτεύσεις μέσα και έξω από κοινοβούλια. Υπερεκτιμούν το ρόλο του κριτή – αντιπολιτευτή αλλά όχι στη βάση του δημοκρατικού διαλόγου που θεμελιώνει τις αρχές της πολυφωνίας. Μετατρέπονται έτσι σε άγονους επικριτές και σε διαπρύσιους δήθεν υπέρμαχους της πολιτικής σταθερότητας, αλλά πώς; Μεγαλοποιούν τα λάθη της εξουσίας, εκμηδενίζουν κάθε επιτυχία της στα μάτια του λαού, καταφεύγουν στον άκρατο «λαϊκισμό» και τη δημαγωγία, καλλιεργούν το φανατισμό, διαπρέπουν στην κινδυνολογία. Έτσι η νόθευση της δημοκρατίας είναι κατ’ αυτόν τον τρόπο αδιαπραγμάτευτη.
Ο τύπος (συμβατικός και ηλεκτρονικός) από τέταρτη εξουσία και από εγγυητής της σταθερότητας, του δημοκρατικού πολιτεύματος και της διαφάνειας του δημόσιου βίου υποκαθιστά κάποτε σήμερα τις άλλες τρεις εξουσίες, τις αμφισβητεί και συχνά τις υπονομεύει. Σ’ αυτό συμβάλλει και ο σημερινός πολίτης. Ο καθένας από μας αδρανής και πνευματικά ράθυμος αρέσκεται σε μια τέτοιας ποιότητας κριτική, χωρίς να απαιτεί το αυτονόητο: το σεβασμό στη νοημοσύνη και την αξιοπρέπειά του. Η κριτική ενδυναμώνεται και μεγαλουργεί από την απαίτηση του πολίτη να συμμετέχει ο ίδιος σ’ αυτή, με την αξίωσή του όσοι τον εκπροσωπούν στο δημόσιο και πολιτικό βίο, να εκφράζουν τη βούλησή του.
Προφανώς η κριτική στις μέρες μας έχει πολλά περιθώρια να μεγαλουργήσει: συνθήκες ελεύθερης διακίνησης ιδεών, δημοκρατικό περιβάλλον, πολλούς διαύλους, για να φτάσει η φωνή του πολίτη στην εξουσία και να γυρίσει πίσω σ’ αυτόν. Οι άνθρωποι της ενημέρωσης χρειάζεται να προσεγγίσουν τις δύο όψεις της κριτικής, τον έλεγχο και την ενθάρρυνση. Εμμένοντας πεισματικά στην πρώτη στραπατσάρουν την θετική προοπτική και την ελπίδα. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται η παρότρυνση του σοφού Παρμενίδη, να γίνεται δηλαδή η κριτική με κριτήριο τη λογική και όχι τις αισθήσεις. Οι τελευταίες εξαπατούν, η λογική αποκαλύπτει.
Ας μεταφερθώ σε μια άλλη πτυχή της επικαιρότητας, που συνάδει με το θέμα μου: την λογική του «κριτικού – νικητή – εκδικητή». Αν και ο τόπος μας έχει ανάγκη να ξεφύγει από τις συμπληγάδες της οικονομικής ύφεσης και της ανθρωπιστικής κρίσης – για να χρησιμοποιήσω λόγια των σημερινών πολιτών – οι άρχοντες της πολιτικής και οι διάκονοι της κριτικής ενδιαφέρονται όχι για την ουσία, αλλά για τους τύπους. Παίζοντας τον ρόλο της Κασσάνδρας καταστροφολογούν ή αντίθετα υπεραισιοδοξούν για την εξέλιξη των πραγμάτων! Αν και υποκρίνονται ότι ενδιαφέρονται για το μέλλον της δημοκρατίας και των λαϊκών δικαιωμάτων, εντούτοις δεν μπορούν να κρύψουν τη λύπη τους ή την χαρά τους όταν ακυρώνονται ή αντίστοιχα επιβεβαιώνονται οι δυσοίωνες προβλέψεις τους. Αντί να τους ενδιαφέρει η αλήθεια και η ουσία, τους απασχολεί η μικροπολιτική και η ναρκισσιστική αυτοεπιβεβαίωση.
Ξεχνούν, όμως, ότι η κριτική έχει και έναν άλλο τρόπο να εξελιχθεί, ο οποίος ξεφεύγει από το μονόφθαλμο εγωιστικό τους πεδίο. Ανοίγοντας τον δρόμο του διαλόγου, της σύνθεσης και της συνεργασίας, ξεπερνά τα στενά κομματικά και ιδεολογικά πλαίσια και στρατεύεται στην δημιουργία του «μεγάλου» και του «σημαντικού», στην περίπτωσή μας, τη διαφυγή από τις μυλόπετρες της μετριότητας και την πορεία προς την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό, τον πολιτισμό.
Η κριτική, για να μην ακυρώνεται ως λειτουργία, χρειάζεται να συνοδεύεται από ήθος και αρχές, πάθος για την ελευθερία και την αλήθεια, ζέση για το καλό! Για να παραλλάξω το γνωστό στίχο του Κάλβου «θέλει αρετή και τόλμη η κριτική».
Βιβλιογραφία:
1. Ε. Λεμπέση: Κοινωνιολογία του τύπου
2. CarlMarx: UNESCO. Το δικαίωμα να είσαι άνθρωπος, Αθήνα 1970
3. Αικ. Χριστοφιλοπούλου: Εισαγωγή στις Ιστορικές σπουδές
4. Βασίλης Φίλιας: Δεκατέσσερα Δοκίμια Κοινωνιολογίας
5. Πέτρος Χάρης: Προβλήματα τύπου και δημοσιογραφίας, Εκδ. ΕΣΗΕΑ
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 71 του περιοδικού]