Τα άρθρα του κ. Φερεντίνου θα αναρτώνται στην ιστοσελίδα εφόσον πρώτα δημοσιευθούν στο περιοδικό του Οικουμενικού Ελληνισμού (The Magazine of Ecumenical Hellenism) για το οποίο και συντάσσονται.

Οι γενικεύσεις…

    «ΟΧΙ! Δεν έχουμε καμιά ελπίδα να αλλάξουμε ως χώρα», «δε θα γίνουμε εμείς οι Έλληνες ποτέ Ευρωπαίοι», «είμαστε ένας ανεπρόκοπος λαός» κτλ…κτλ… Τέτοιες και άλλες αυθαίρετες γενικεύσεις ακούγονται συχνότερα το τελευταίο διάστημα που η χώρα μας περνά άλλη μια φορά από τα «καβδιανά δίκρανα» και δίνει νέες μάχες, οικονομικής φύσεως αυτή τη φορά, που για την έκβασή τους παραπέμπεται πλέον στις ευρωπαϊκές καλένδες.

   Η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικές συζητήσεις στον τόπο μας – τουλάχιστον οι πιο ειλικρινείς – δε γίνονται πλέον στους άμβωνες της δημοκρατίας (κοινοβούλια, τοπικές βουλές, τηλεοπτικές αρένες κ.λπ.). Oύτε καν στα υποκατάστατα της εκκλησίας του δήμου, τα καφενεία ή τις κεντρικές πλατείες των μικρών και μεγάλων πόλεων, όπως άλλοτε, αλλά στις αυθόρμητες συζητήσεις της παραλίας, της ταβέρνας, του μπαλκονιού, που ειδικά το καλοκαίρι έχουν την τιμητική τους. Τους πρώτους «άμβωνες» της δημοκρατίας τους σάρωσε η παγκοσμιοποίηση και οι φρενήρεις ρυθμοί ζωής που επέβαλε, ενώ το παραδοσιακό καφενείο και τον αυθόρμητο πολιτικό διάλογο της πλατείας τα ισοπέδωσε ο ηλεκτρονικός καθοδηγητής της κοινής γνώμης, η τηλεόραση. Οι θαμώνες των καφενείων δε μιλάνε πια, αλλά παρακολουθούν με δέος την τηλεόραση, « τη μεγάλη θεά της ενημέρωσης».

     Τι συζητούν, λοιπόν, μεταξύ τους οι ανήσυχοι για το μέλλον της χώρας τους πολίτες τον τελευταίο καιρό; Μα φυσικά για τις προοπτικές της, τη θέση της στην Ευρώπη του μέλλοντος, που διχασμένη προς το παρόν φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει – περνώντας ισχυρή κρίση ταυτότητας – ανάμεσα στον ιδανικό της εαυτό (η Ευρώπη της αλληλεγγύης των λαών της που θα όφειλε να είναι) και στην ωμή πραγματικότητα που βιώνει (η Ευρώπη που σύρεται από την πρακτική διευθυντηρίου των ισχυρών εταίρων της).

     Σ’ αυτή τη δίνη οι νεοέλληνες παρουσιαζόμαστε ιδιαίτερα απαισιόδοξοι – λεκτικά τουλάχιστον – και καταφεύγουμε στην ιαματική τεχνική των γενικεύσεων είτε για να αποδώσουμε ευθύνες σε άλλους για τη δυσάρεστη κατάσταση είτε για να αποποιηθούμε τις δικές μας (ουκ ολίγες βέβαια!).

     Το βολικό των γενικεύσεων είναι ένα καλό αναπαυτικό άλλοθι για την περίστασή μας: φταίνε όλοι, αλλά κανείς συγκεκριμένα∙ άρα και εμείς είμαστε θύματα ενός συστήματος και δε νιώθουμε την ανάγκη να αυτοκριθούμε, πόσο μάλλον να αυτοαπολογηθούμε! Και φυσικά ούτε λόγος για απόδοση ευθυνών και τιμωρία των ενόχων. Γιατί άραγε δεν μπορούμε και εμείς, όπως άλλοι Ευρωπαίοι, να μην έχουμε τόσα χρέη, τόσες παθογένειες, τόσες άλλες στρεβλώσεις και κάθε είδους αγκυλώσεις, που μας αφήνουν συνεχώς πίσω στην ανάπτυξη; Εκφράζεται βέβαια θυμός, άλλοτε γνήσιος άλλοτε υποκριτικός, για το πώς καταδικαστήκαμε να είμαστε ουραγοί της Ευρώπης, αλλά…ως εκεί!

     Επιτρέψτε μου να ανοίξω μια παρένθεση για να εξηγήσω μια πιο συγκεκριμένη οπτική του θέματος που με ενδιαφέρει. Λέμε «Οι Έλληνες είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης τελικά». Προσέξτε τη χρήση του οριστικού άρθρου «οι» και του πληθυντικού «είμαστε» που αποδίδει το γνώρισμα (εδώ την επίπτωση) σε όλους. Συνεπώς και την ευθύνη; Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζουμε κάθε στοιχείο προσωπικής ευθύνης και διάθεσης να αλλάξουμε κάτι, όσο μπορούμε, και σίγουρα κάτι μπορούμε.

   Δε θα επιθυμούσα να μπω στις παγιδευτικές αγκυλώσεις που γεννούν οι κάθε είδους γενικεύσεις: Τις περισσότερες φορές, επισφαλείς και απλουστευτικές αποδίδουν σε όλα τα μέλη μιας ομάδας κοινά χαρακτηριστικά – θετικά ή αρνητικά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία – γεννούν τη δυσπιστία στο διαφορετικό και βήμα – βήμα τρέφουν τις ρίζες του μίσους και γεννούν τον ρατσισμό! Θα μεταφερθώ σε δύο πτυχές του ζητήματος που περνούν συχνότερα απαρατήρητες από όσο οι προηγούμενες. Εννοώ δηλαδή το πώς οι γενικεύσεις σε επηρεάζουν να βλέπεις εσύ ο ίδιος τον εαυτό σου και όχι τόσο τους άλλους και δευτερευόντως τα ασφυκτικά πλαίσια που δημιουργεί η αποδοχή τους, ώστε να μην μπορείς να αλλάξεις πρώτα τον εαυτό σου και έπειτα τα κακώς κείμενα γύρω σου.

   Αποδεχόμενοι πως ανήκουμε σε μια ομάδα – στην περίπτωσή μας σ’ έναν λαό – που δεν μπορεί να προχωρήσει τον δρόμο της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού, του εξευρωπαϊσμού παραμένουμε εν ολίγοις φαλκιδευμένοι σε μια νοσηρή πραγματικότητα νωχέλειας και απραγίας χωρίς να παίρνουμε στα χέρια μας την υπόθεση που ονομάζεται «αλλαγή». Ανεχόμαστε έτσι τη μετριότητα, συμβιβαζόμαστε με κάθε είδους «κατεστημένα», δε διεκδικούμε τη θέση που μας αξίζει. Συνάμα οι γενικεύσεις σχεδόν πάντα αδικούν, έστω κι αν περιέχουν πυρήνες αλήθειας. Στη δική μας περίπτωση αδικούνται τόσοι Έλληνες που εργάζονται σκληρά αλλά ήσυχα και αθόρυβα, πίσω από τα φώτα, σε όλα τα πεδία δράσης και διαπρέπουν στον χώρο τους∙ προβάλλουν τη χώρα μας και την ισχυροποιούν στήνοντας τα δικά τους τρόπαια στην επιχειρηματικότητα, στην έρευνα, στις επιστήμες, στις τέχνες, τον αθλητισμό και όπου μπορούμε να φανταστούμε. Υιοθετώντας έναν ισοπεδωτικό λαϊκισμό που μας ακινητεί, αδικούμε τη μαχόμενη Ελλάδα, αυτή στην οποία λογικά θα ‘πρεπε να θέλουμε όλοι να ανήκουμε.

   Και η άλλη πλευρά! Πείτε μου τι μπορεί να κάνει για τον τόπο του κάποιος που πιστεύει ότι η μοίρα του ίδιου και των ομοεθνών του είναι προκαθορισμένη, ενώ τα χρωμοσώματα του έθνους του οδηγούν με ακρίβεια σε μια «χρυσή μετριοκρατία»; Προφανώς ο συμβιβασμός στο μεγαλείο του! Αμελώντας για την πορεία της χώρας του επιτρέπει σε κάθε είδους γητευτές της εξουσίας να επιβεβαιώσουν τη γενικευτική του κρίση. Αυτοί με τη σειρά τους απομυζούν κάθε ικμάδα του εθνικού πλούτου για να ωφεληθούν οι ίδιοι ή «έτεροι Καππαδόκες». Κάπως έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η συμπεριφορά του λαού μας το τελευταίο διάστημα που, ενώ βλέπει τη χώρα του «να οδηγείται σε βράχια» – σύμφωνα με τα λεγόμενα των φιλόδοξων και μη ηγετών του – μένει στην πλειοψηφία του τουλάχιστον απαθής προσπαθώντας να σώσει έκαστος τα κεκτημένα του.

   «Ευλογημένη η αμφιβολία» τόνισε ο Μπέρτολτ Μπρέχτ. Πιστεύω ότι δεν είμαστε όλοι οι Έλληνες τόσο ανίκανοι να χειριστούμε το μέλλον της πατρίδας μας, όπως θέλουν να μας παρουσιάζουν έσωθεν και έξωθεν ποικιλώνυμοι επιδιώκοντας, προφανώς (τι άλλο;) να μας καλλιεργήσουν την αίσθηση ότι χρειαζόμαστε πάτρωνες, για να μας πάρουν από το χέρι και να μας καθοδηγήσουν αυτοί στο μέλλον που αποφάσισαν για μας!

     Πιστεύω, όπως και οι περισσότεροι από σας, ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες: αυτή του μόχθου και της ελπίδας , όπως συνέβαινε σχεδόν σε όλες τις περιόδους της νεότερης ιστορίας μας , και αυτή της εύκολης παράδοσης στις ύποπτες αλλά νήδυμες γενικεύσεις. Ας μιμηθούμε, λοιπόν, την πρώτη και ας δώσουμε τα ηνία της χώρας μας σ’ αυτούς που ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο μας, όπου κι αν αυτοί μάχονται!

Βιβλιογραφία:

-         Έριχ Φρομ, «Πειθαρχία και Ελευθερία»

-         HerbertMarcuse, «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος»

-         Ε. Π. Παπανούτσος, «Το δίκαιο της πυγμής»

-         Ζαν Καζνέβ, «Ο άνθρωπος τηλεθεατής»

* ο Ηλίας Π. Φερεντίνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας

[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 73 του περιοδικού]

Στοιχεία Επικοινωνίας

  • Σμύρνης 7-9 Ιωάννινα
  • Τηλ 26510 23362, 26510 32592
  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Χάρτης Πρόσβασης