Μπαίνοντας ή βγαίνοντας κάποιος από την πόλη που ζω και αγαπώ, την ξακουστή πρωτεύουσα της Ηπείρου, δεν μπορεί παρά το μάτι του, αν είναι προσεκτικός άνθρωπος και όχι μόνο, να πέσει πάνω σε μια σοβαρή – προκλητική καλύτερα – αντίθεση: εκατέρωθεν της εθνικής οδού υψώνονται δύο κτήρια, χαρακτηριστικές αποδείξεις του σεβασμού αφενός και της ασέβειας αφετέρου απέναντι στον τόπο μας. Το ένα απ’ αυτά, νεοκλασικό κτίσμα δεμένο με την άγρια ομορφιά του τοπίου, δυσκολεύεσαι να το αποκόψεις από τον χώρο (δένει απόλυτα μ’ αυτόν) και φιλοξενεί καλλιτεχνήματα διάσημου Ηπειρώτη δημιουργού. Το άλλο, ακριβώς απέναντι σε χαμηλότερο επίπεδο, ένα από τα εμβλήματα των σύγχρονων πολυεθνικών, ακαλαίσθητο, «αυθαίρετο» επιβάλλεται στο τοπίο, ασχημονεί προς αυτό θα έλεγα!
Από όσο ξέρω, έχοντας ταξιδέψει σε πολλά μέρη στην Ελλάδα, δεν είναι η μόνη περίπτωση ασέβειας απέναντι στον τόπο. Η συμπεριφορά μας προς το περιβάλλον, ο τρόπος που προσθέτουμε σ’ αυτό, πολλές φορές μοιάζει περισσότερο εγκληματικός από αυτόν που αφαιρούμε και παίρνουμε. [Εξάλλου ό,τι παίρνουμε η φύση προσπαθεί, μετά βασάνων βέβαια, να το αναπληρώσει∙ ό,τι όμως αυθαίρετα εμφυτεύουμε στο σώμα της δεν μπορεί, όσο κι αν θέλει, για να μην το βλέπει, να το καταπιεί και να το χωνέψει.] Η αντιμετώπιση του τόπου αποκαλύπτει πολλά για έναν λαό, για έναν πολιτισμό, είναι μια αδιάψευστη εγγύηση για την ποιότητα και το επίπεδό του!
Για να καταδείξω με περισσότερη ενάργεια το ζήτημα, θα καταφύγω στην τακτική των συγκρίσεων με το παρελθόν. Αν και δεν πρέπει να εξιδανικεύουμε συλλήβδην το παρελθόν θεωρώντας το ιδεατό, σ’ αυτό το θέμα πιστεύω είναι εμφανέστατη η διαφορά. Οι παλιότεροι αγαπούσαν (;) ή υπολόγιζαν, τουλάχιστον περισσότερο τον τόπο τους. Πρόσεχαν ό,τι πρόσθεταν σ’ αυτόν, το προσάρμοζαν στο χρώμα και τα υλικά του, το έστηναν με τέχνη στο ανάγλυφο του εδάφους, έστω κι αν ήταν αυτό τρομακτικά τραχύ, το έδεναν με τον χώρο, για να αποτελεί συμπλήρωμα/προέκτασή του! Απάλυναν κάθε αντίθεση, χτίζοντας με τα υλικά του, βάφοντας στις αποχρώσεις του, κοίταζαν τη συμμετρία, απέφευγαν την πρόκληση.
Μια περιήγηση σε απομεινάρια της «παλιότερης Ελλάδας» – όπου αυτή σώθηκε κάπως από τη λαίλαπα του τουρισμού και το αστικό μοντέλο ανάπτυξης – θα μας πείσει γι’ αυτό χωρίς δυσκολία. Διάστικτη είναι η χώρα μας από δημιουργήματα/κοσμήματα που στολίζουν τον τόπο∙ γεφύρια δεμένα στις ρίζες των βουνών∙ εκκλησίες πάνω στους βράχους σαν τις αετοφωλιές, που θέλει προσπάθεια να αγναντέψεις και να τις ξεχωρίσεις, προσκυνητάρια δίπλα στους δρόμους, που θυμίζουν μικρά εκκλησάκια φυτρωμένα, όπως τα μανιτάρια του φθινοπώρου∙ χωριά με μια προσεγμένη αρχιτεκτονική κι ας ήταν φτωχά τα υλικά της∙ σπίτια ομοιόμορφα αλλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, ξεχώριζαν προφανώς από τα δημόσια οικοδομήματα (εκκλησίες, σχολεία κ.λπ.) χωρίς τα τελευταία να χαρακτηρίζονται τόσο για τον πλούτο όσο για την «αρχοντιά».
Και όλα αυτά βέβαια δεμένα με τον τόπο, όμορφες σφραγίδες πάνω σ’ αυτόν, για να αναδείξουν από τη μια το τραχύ και άγριο τοπίο της Ηπείρου, το περιορισμένο «στεριανό», από την άλλη όμως το απέραντο γαλάζιο των Κυκλάδων, τον μελαγχολικό ανάγλυφο «ημί –καμπο» της Μακεδονίας και τόσα άλλα μοναδικά μέρη! Και το αστικό τοπίο των περισσότερων ελληνικών πόλεων είχε άλλη γοητεία! Το αισθάνεται κανείς αν επισκεφτεί την παλιά πόλη, όπως επικράτησε να αποκαλεί ο σύγχρονος αστικός οικιστικός αναρχισμός εκείνο το τμήμα της πόλης που άντεξε στην αδηφάγο οικοπεδοποίηση: νεοκλασικά αρχοντικά, γραφικές συνοικίες, ανθρώπινες γειτονιές που δεν κρύβουν ούτε υπερκαλύπτουν τα δέντρα, αλλά ακουμπάνε στο ανάγλυφο του τοπίου, για να μην το ενοχλήσουν!
Τι διακρίνει όμως το μάτι μας σήμερα και στο αστικό περιβάλλον και σ’ αυτό της επαρχίας; Δε θα μείνω σ’ αυτό το αηδές σύμπτωμα που μικροί και μεγάλοι δρόμοι μας θυμίζουν απέραντους σκουπιδότοπους! Πλαστικά, μπάζα, χαρτιά, κάθε είδους απορρίμματα και από τις δύο πλευρές των εθνικών δρόμων. Οι πολυκατοικίες στις πόλεις αυθαίρετα τσιμέντα χωρίς καν πιλοτές για παρκάρισμα∙ τις εισόδους των πόλεων στολίζουν κάθε είδους εταιρείες (αντιπροσωπίες, αποθήκες, πολυκαταστήματα, πολυεθνικές) που διαφημίζουν τις ανέσεις της τεχνολογίας και αλιεύουν επίδοξους καταναλωτές! Απέραντη ισοπεδωτική ομοιομορφία, τρομακτική μαζικότητα χωρίς την ελάχιστη πολλές φορές προσαρμογή στο περιβάλλον. Αν δεν υπήρχαν οι πινακίδες και οι σηματοδότες, δε θα ξεχώριζες εύκολα σε ποια πόλη μπαίνεις και από ποια βγαίνεις∙ όλες το ίδιο.
Οι νέες κατασκευαστικές συνταγές που εφαρμόζουν οι εταιρείες κτηρίων, δρόμων, οικοδομών βασίζονται στη λογική της ταχύτητας και της ευκολίας. «Σιδηρο –κατασκευές», «μπετο –κατασκευές», «αθλιο –κατασκευές» αρκεί να υπηρετηθεί ο μεγάλος σκοπός: να λειτουργήσουν ταχύτατα οι ναοί της σύγχρονης κατανάλωσης. Πού θα στηθούν, πώς θα προσαρμοστούν στον τόπο, αν θα τον ασχημύνουν, αν θα τον καταστρέψουν ούτε περνάει από το μυαλό τους. Το μόνο έμβλημα των κατασκευών οι «θυρεοί» των μεγάλων πολυεθνικών, που μέρα και νύχτα πρέπει να σαγηνεύουν το μάτι του καταναλωτή θυμίζοντάς του ότι όλα είναι για το κέρδος και ο οπορτουνισμός η μόνη επιλογή και επαινετή στάση βίου.
Κι όμως, όταν βλέπουμε τη γη σαν οικόπεδο και όχι ως χώρο δράσης/ζωής, όταν ασεβούμε απέναντι στον τόπο, έστω κι αν αυτό φαίνεται ασήμαντο μπροστά στο πρακτικό όφελος, εύκολα ασεβούμε απέναντι στον άνθρωπο, απέναντι στον πολιτισμό! Πολύ εύστοχα έγραψε για μας τους Έλληνες ο Γιώργος Γραμματικάκης: «Δεν αγαπούμε τον τόπο μας, αν και υμνούμε τις ομορφιές του και τονίζουμε τις πολλές του χάρες. Μας αρέσουν τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα!» Δεν αγαπάμε τον τόπο μας, δεν αγαπάμε τη φύση, δεν αγαπάμε εν τέλει την ίδια τη ζωή. Και τι θα αφήσουμε πίσω μας; Πού τέτοια συνείδηση…
Βιβλιογραφία:
- Γιώργος Γραμματικάκης, «Ένας αστρολάβος του ουρανού και της ζωής»
- Κωνσταντίνος Τσάτσος, «Πριν από το ξεκίνημα»
- Χρήστος Καρούζος, «Αρχαία τέχνη»
* ο Ηλίας Π. Φερεντίνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 74 του περιοδικού]