Είχα σχεδόν βυθιστεί στην αποχαύνωση των εκλογών! Χαλαρή Κυριακή, το αποκορύφωμα ενός αποσυντονιστικού τετραήμερου. Οι δεκαεφτάρηδες, «πολιτικοποιημένοι» πλέον μαθητές μου, έπρεπε να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και εγώ να σεβαστώ τα πρώιμα δημοκρατικά τους καθήκοντα. Άρα δεν έχει αυτή η Κυριακή διαγωνίσματα και φόρτο εργασίας∙ έτσι αφήνομαι στη σαγήνη της σύγχρονης τηλεοπτικής δημοκρατίας εμπιστευόμενος τον κύριο φορέα της, την τηλεοπτική οθόνη.
Χωρίς διάθεση υποτίμησης για τη δύναμη της τηλεοπτικής ενημέρωσης και τη συμβολή της στην ενδυνάμωση της δημοκρατίας, σε όσες χώρες φυσικά αυτή δε «στραγγαλίζεται» από ποικίλους μηχανισμούς, δυσκολεύομαι να παραδεχτώ ότι έβλεπα ή άκουγα κάτι το αντικομφορμιστικό. Η «ξύλινη γλώσσα», που λένε, στο μεγαλείο της ολημερίς! Ώσπου αργά, αφού διαμορφώθηκαν τα πρώτα αποτελέσματα και οι «εξιτ-πολλίστες», οι σύγχρονες Πυθίες πανηγύριζαν τον θρίαμβο της τεχνολογικής προφητείας και την ακρίβεια των προβλέψεών τους, ακολούθησαν οι δηλώσεις των πολιτικών, νικητών και ηττημένων. Μεταξύ άλλων, ψιθυριζόταν στις δηλώσεις τους και η φράση «γενικό καλό», «το καλό όλων των Ελλήνων». Να… σκέφτηκα που οι πολιτικοί δεν είναι τελικά τόσο αριβίστες, όσο λέγεται! Χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία στα λεγόμενά τους, ήρθαν στη σκέψη μου οι πολυσυζητημένες παρατηρήσεις του Ρίτσαρντ Λέιαρντ. Στις αναλύσεις του για τη σύγχρονη δυστυχία χρησιμοποιεί τον όρο «δημόσιο καλό» επισημαίνοντας ότι ο όρος μετά τη δεκαετία του ’50 έπεσε σε δυσμένεια , γι’ αυτό και η καμπύλη της ευτυχίας «πήρε την κάτω βόλτα».
Υποσυνείδητα πρέπει να συμπαθώ τους πολιτικούς, γιατί φαίνεται πως τουλάχιστον γνωρίζουν ότι το «δημόσιο καλό» είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ευτυχία των πολιτών και ο ρόλος τους φυσικά, εκτός από το να το διατυμπανίζουν, είναι και να το διασφαλίζουν – έστω υπηρετούν – για να είμαστε όλοι ευτυχείς.
Τόσο οι απόψεις του Λέιαρντ όσο και αυτές του Ρίτσαρντ Ντέιβιντσον για το «μετρήσιμο» της ανθρώπινης ευτυχίας, ως γνωστόν, έφεραν ανατροπές στην προσέγγιση του θέματος, εφόσον συμφωνούν και οι δυο τους ότι η δυστυχία του σημερινού ανθρώπου πηγάζει από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την προσκόλληση του τελευταίου στον πλησίστιο υλιστικό εγωισμό του. Αυτό που τόνισε, όμως, ιδιαίτερα, ο Λέιαρντ είναι η αδιαφορία για το δημόσιο καλό ως αιτία δυστυχίας του σημερινού ανθρώπου.
Η άποψή του αυτή φυσικά δε θα προκαλούσε απολύτως κανένα ενδιαφέρον στους προγόνους μας, αφού, σημειωτέον, οι αρχαίοι Έλληνες δε φαντάζονταν τη ζωή τους έξω από το πλαίσιο της πόλης τους: γι’ αυτούς η προσωπική ευδαιμονία ταυτιζόταν με τη ευδαιμονία της πόλης και η άμιλλά τους για τα σπουδαία και ανώτερα έμεινε αξετίμητη. Ωστόσο η ηθική αυτή διέκρινε, ως ένα βαθμό, τον άνθρωπο των προκαπιταλιστικών κοινωνιών.
Στον αντίποδα όλων αυτών, μετά τη δεκαετία του ’50 και την ανελέητη δοκιμασία όλων των ανθρωπιστικών ιδανικών, την πρόδηλη κατακρεούργησή τους από τον «πολιτισμένο άνθρωπο», άλλαξε και η φιλοσοφία γύρω από το δημόσιο καλό. Και στον τόπο μας και σε όλες τις δυτικές κοινωνίες, που οι άνθρωποι ασχολούνται με την ευτυχία και ζουν ελπίζοντας ότι κάποτε θα ευτυχήσουν – γιατί στις άλλες δυσκολεύονται ακόμη και να ζήσουν – η έννοια του κοινού καλού έπαψε να αποτελεί προτεραιότητα. Ο άνθρωπος άλλοτε εξαναγκαζόμενος και άλλοτε εκούσια εξοβελίστηκε από «τον κοινωνικό του γαλαξία» και αναζητά την πληρότητα στο μυωπικό ατομικό του περιβάλλον. Έτσι δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί γιατί αυτή η στάση ζωής δεν οδηγεί στο αίσθημα πληρότητας και ευτυχίας.
Όταν η ζωή εξαντλείται γύρω από το «εγώ», τότε οι άλλοι γίνονται «η κόλασή μας», όπως εύστοχα απεφάνθη ο Ζ.Π. Σαρτρ. Ο ατομικιστής άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του έξω από τον θόλο της πολιτείας, έχει εχθρικά αισθήματα γι’ αυτή, δεν τη θεωρεί ασπίδα προστασίας, αλλά αρένα ανταγωνισμού. Γίνεται ευκολότερα άπληστος, αχόρταγος, αρρωστημένα ιδιοτελής, ματαιόδοξος! Και φυσικά οι προσωπικές του φιλοδοξίες δεν έχουν όρια, είναι ακόρεστες – απύθμενες, γι’ αυτό και αισθάνεται μόνιμα ανεπαρκής, ανολοκλήρωτος, άρα δυστυχής.
Όταν, όμως, στο οπτικό του πεδίο εντάξει κανείς και αυτό που λέγεται «δημόσιο καλό» το οποίο φυσικά πρέπει να είναι γνήσιο και να ικανοποιεί πράγματι τον «δήμο», τον λαό, το «κοινό» , αλλάζουν πολλά στη ζωή του! Πώς βλέπει τους άλλους, πώς αντιμετωπίζει το «εγώ» του, πώς αντιλαμβάνεται την αποστολή του σ’ αυτόν τον κόσμο! Αρχίζει να παίρνει ικανοποίηση και απ’ όσα ο Ροβινσώνας Κρούσος αναγκάστηκε να απαρνηθεί! Αισθάνεται ασφαλής που ζει σ’ ένα λιγότερο ανταγωνιστικό περιβάλλον, παίρνει ικανοποίηση από την προκοπή του άλλου, καλλιεργεί τα ευγενικά του συναισθήματα, καταπραΰνει κάπως τη λυσσαλέα ορμή του για προσωπική ανάδειξη, ξεγελά τα ταπεινά του ένστικτα! Προφανώς νιώθει περισσότερο ευτυχής. Να παραθέσω εδώ τα λόγια του Αλβέρτου Σβάιτσερ προς την αδελφή του, οποίος εγκαταλείποντας μια λαμπρή πορεία που είχε στη Γαλλία αφιέρωσε τη ζωή του προσφέροντας τις υπηρεσίες του στους ιθαγενείς της Αφρικής: «Μ’ όλα αυτά είμαι πολύ ευτυχής, που βρίσκομαι στην πρωτοπορία του βασιλείου του Θεού…».
Για να ξανάρθω στους ταλαίπωρους σημερινούς πολιτικούς μας! Δεν ξέρω για ποιον εσώψυχο λόγο επικαλούνται το δημόσιο καλό, ιδίως στις εκλογικές αναμετρήσεις. Αν είναι μόνο προπαγανδιστικό τέχνασμα, δεν έχει νόημα∙ αν πραγματικά το πιστεύουν [δεν αποκλείεται κάποιοι και να το εννοούν πραγματικά] τότε έχουν κι έναν άλλο πιο δύσκολο ακόμη δρόμο πέρα από το να το υπηρετήσουν: να πείσουν τους σημερινούς πολίτες ότι πρέπει να είναι και δική τους προτεραιότητα, δική τους κοσμοθεωρία… Τότε μόνο μπορεί η καμπύλη της ευτυχίας να ξανα-πάρει την ανιούσα!!! Το να το πετύχουν, ωστόσο, κάτι τέτοιο φαντάζει μάλλον πραγματικός άθλος!!!
Βιβλιογραφία:
- Λέιαρντ Ρίτσαρντ, Ευτυχία
- Ρίτσαρντ Ντέιβιντσον, Η συναισθηματική ζωή του εγκεφάλου σας
- Πιερ Μπουρντιέ, Για την τηλεόραση
* Ο Ηλίας Π. Φερεντίνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 87 του περιοδικού]