Η έκκληση «Μείνε σπίτι», που κατέληξε απαίτηση και κρατική επιταγή ήταν απρόσμενη, ανατρεπτική αλλά ταυτόχρονα σχεδόν παγκόσμια και εξισωτική!
Αναδείχτηκε ως προϋπόθεση της κοινωνικής αποστασιοποίησης και απαραίτητο εργαλείο ίασης από τον αιφνίδιο – αόρατο, όπως αποκλήθηκε – ιό, τον κορωναϊό! Η πανδημία – σύμφωνα με τους ιατρικούς όρους – έφερε στην επιφάνεια ανεπάρκειες κρατικές ή διεθνείς, ξεσκέπασε την αδυναμία του «παντοδύναμου» κατά τ’ άλλα τεχνολογικού ανθρώπου και αποκάλυψε κοινωνικής φύσεως ζητήματα, φαινομενικά ξεχασμένα από τους εφημερεύοντες κοινωνιολόγους, υπαρκτά, ωστόσο, στον παγκόσμιο χώρο∙ ένα απ’ αυτά η θέση του σπιτιού στη ζωή του σημερινού ανθρώπου.
Η έκκληση να παραμείνουμε σπίτι αντί να αποτελέσει μια μοναδική ευκαιρία επανασύνδεσης του ατόμου με την οικία του, προκάλεσε αντιδράσεις, δυσαρέσκεια και, όχι σε λίγες περιπτώσεις, φόβο και άρνηση! Οι ευνομούμενες κοινωνίες χρειάστηκε να λάβουν κατασταλτικά μέτρα (αστυνόμευση, κυρώσεις) για να «κλείσουν» τους απείθαρχους εκεί που θα ʾπρεπε από μόνοι τους να επιδιώκουν να βρίσκονται, με ανακούφιση λυτρωτική από τις απειλές της παγκόσμιας νόσου! Τι άλλο δείχνουν τα προηγούμενα παρά το πόσο έχει (παρ)αλλάξει το νόημα του σπιτιού στις μέρες μας…
Το να μη θέλει κάποιος να μείνει σπίτι του ακούγεται περίεργο αλλά δεν είναι ανεξήγητο! Αυτή η παθολογία έχει τη λογική της εξήγηση και η ρίζα της ανάγεται στον αστικό τρόπο ζωής και τις προτεραιότητες που θέτει ο σύγχρονος άνθρωπος, στον αποκαλούμενο Δυτικό κόσμο περισσότερο. Η άρνηση για εγκλεισμό στον «φυσικό χώρο ασφάλειας» του καθενός, στο καταφύγιό του από τις ταλαιπωρίες και τις «καταιγίδες» της ζωής, συνοδεύτηκε από πλήθος ερευνών παγκοσμίως που επιβεβαίωσαν την έκρηξη της ενδοοικογενειακής βίας και το πόσο δύσκολη πλέον κατέληξε η συγκατοίκηση στους τέσσερις τοίχους είτε του παραδοσιακού σπιτιού είτε του σύγχρονου διαμερίσματος των αυθαίρετων πολυκατοικιών είτε σε άλλες πιο εξελιγμένες μορφές κατοικίας (μονοκατοικίες, επαύλεις, μέγαρα κ.τ.τ.).
Τα συμπεράσματα εξάγονται με ενάργεια και από έναν ερασιτέχνη παρατηρητή, χωρίς μάλιστα να απαιτούνται μεθοδολογικά επιστημονικά εργαλεία: δε φταίει το σπίτι αλλά η ζωή μέσα σ’ αυτό∙ δε φταίνε οι περιορισμένες ή πληθωρικές ανέσεις που προσφέρει αλλά οι σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτό, η απίσχνανση εν τέλει της οικογενειακής ζωής. «Όταν λέμε σπίτι δεν εννοούμε μόνο μια κατασκευή, αλλά κι ένα ψυχικό γεγονός» γράφει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος σε δοκίμιό του.
Το σπίτι είναι ο καθρέφτης του εσωτερικού μας κόσμου, ένα άσυλο, καταφύγιο της προσωπικής ζωής, όπως πολύ καλά ειπώθηκε. Μέσα σ’ αυτό παίρνουν την πρωτόλεια μορφή τους και ωριμάζουν σταδιακά οι σχέσεις, θεμελιώνονται οι αναμνήσεις, βιώνεται η παιδικότητα, χτίζονται τα όνειρα και, παλιότερα, τουλάχιστον, ανάσαιναν οι πρόγονοι, διατηρούνταν η συνέχεια της γενιάς και σίγουρα γέμιζε η θύμηση και γαλήνευε η ψυχή.
Μια τέτοια αντίληψη και θεώρηση του σπιτιού πολύ δύσκολα θα μπορούσε σήμερα να θεμελιωθεί. Ο καλπασμός των καιρών και οι άλλες αρρυθμίες της σύγχρονης ζωής οδηγούν στο να γινόμαστε «ανέστιοι» και «φερέοικοι». Μοιράζουμε τη ζωή μας εδώ και εκεί: στον εργασιακό χώρο που τον μετατρέψαμε σε δεύτερο σπίτι μας ,όπως λέμε∙ στα παραθεριστικά κέντρα∙ στα μαζικά ξενοδοχεία των τουριστικών προορισμών∙ κάπως έτσι συνηθίσαμε να βλέπουμε και το σπίτι μας σαν ένα ξενοδοχείο για να περάσουμε λίγες ώρες, να αφήσουμε τα ρούχα μας, να κοιμηθούμε, να φάμε κάτι, που τις περισσότερες φορές παρασκευάζεται στα εφημερεύοντα ταχυφαγεία, και όχι για να ζήσουμε σ’ αυτό πραγματικά.
Αν αναλογιστούμε πόσο λίγα πράγματα γίνονται πλέον στο σημερινό σπίτι – εννοώ απ’ αυτά που νοηματοδοτούσαν το περιεχόμενο του σπιτιού – δε θα δυσκολευτούμε να κατανοήσουμε για ποιο λόγο η παραμονή σ’ αυτό μας απωθεί ή μας τρομάζει. Φυσικά, αναφέρομαι στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό και όχι σε παραδοσιακές δομές κοινωνίας, όπου η έννοια του οίκου διατηρεί πολλά στοιχεία του παρελθόντος. Από τη γέννηση των νέων μελών, τις γιορτές, τα παιδικά και εφηβικά πάρτι, τους γάμους και τα έθιμα που τους συνόδευαν, μέχρι τη γηροκομία και τη φροντίδα των ευάλωτων, αδύναμων και σημαδεμένων από τα χρόνια και τις οδύσσειες της ζωής γέρικων ψυχών, που λαχταρούσαν να κλείσουν τα μάτια τους στο σπίτι τους ανάμεσα στους δικούς τους ανθρώπους.
Καλώς ή κακώς η εξέλιξη έφερε αναπόφευκτες αλλαγές και στο νόημα του σπιτιού και στις προτεραιότητες και επιλογές των ενοίκων του. Οι παιδικοί σταθμοί, οι παιδότοποι (τα πάρκινγκ για παιδιά, για να οργανώνουν χωρίς άγχος το πρόγραμμά τους οι γονείς), τα κέντρα διασκέδασης, οι οίκοι ευγηρίας στέρεψαν το σπίτι από συναισθήματα, αναμνήσεις, εμπειρίες, οικογενειακές στιγμές, δεσμούς, σχέσεις με λίγα λόγια από την ουσία της σπιτικής ζωής. Ελπίδα πάντως μεταστροφής του όλου κλίματος, όπως εδραιώνεται στον πολιτισμένο (;) κόσμο τουλάχιστον, δεν αχνοφαίνεται στον παγκόσμιο ορίζοντα! Η πρόσφατη κρίση της πανδημίας επιβεβαίωσε μόνο κάτι που δεν είχαμε ιδιαίτερο λόγο να προβληματιστούμε – ενσυνείδητα τουλάχιστον – γιατί δε χρειαζόταν να ζήσουμε σπίτι μας∙ απλώς περνούσαμε και απ’ αυτό…
Ας ελπίσουμε ,τελειώνοντας αυτή η κρίση, να συμβεί αυτό που έχει γίνει δυο – τρεις φορές στην Ιστορία: η ανθρωπότητα να αλλάξει τον εαυτό της σε αρκετά πράγματα, ώστε να επανεκτιμήσει, κατά συνέπεια, τους στείρους προσανατολισμούς της εποχής και να γεμίσει τον άνθρωπο με φρόνηση. Ίσως έτσι γίνει πράξη μια ακόμη από τις πολλές «επανεκκινήσεις» που αναμένουμε απ’ αυτή τη δοκιμασία, αυτή της κατ(οικίας). Φρόνιμο ανθρώπινο ον, φυσικά, θεωρείται αυτό που φροντίζει και το «σπίτι του» και προωθεί τον πολιτισμό! Και όπως γλαφυρά καταθέτει ο Γ. Γραμματικάκης στην ‘Κόμη της Βερενίκης’ «ο πολιτισμός είναι μια πρόταση προς το μέλλον». Από έναν ‘ανέστιο’ όμως άνθρωπο, ‘περιπλανώμενο’ και ‘ξενιτεμένο’, μπορούν να γίνουν ουσιαστικές προτάσεις για το μέλλον;
* ο Ηλίας Π. Φερεντίνος είναι φιλόλογος – συγγραφέας
Βιβλιογραφία:
- Ι. Μ Παναγιωτόπουλος, Η σιωπή και ο λόγος
- DechauxJean-Hugues, Η κοινωνιολογία της οικογένειας
- Νέες τεχνολογίες και οικογένεια, Εκδοτικός Οργανισμός Π. Κυριακίδη
[Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 92 του περιοδικού]